- ἀμερθεῖσα
- ἀμέρδωdepriveaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέρδω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μέρδει κωλύει, βλάπτει» 2. «μερθεῑσα στερηθεῑσα, ἀμερθεῑσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμέρδω*] … Dictionary of Greek